- ξεκουμπισμα
- düğme açma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεκούμπισμα — το διώξιμο, απομάκρυνση … Dictionary of Greek
ξεκούμπισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεκουμπίζω, απομάκρυνση, διώξιμο, αποχώρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκδίωξη — η απομάκρυνση, διώξιμο, ξεκούμπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)